τσιμεντόπλακα, η, ουσ. [<τσιμέντο + πλάκα], η τσιμεντόπλακα·
- πέφτω στην τσιμεντόπλακα, (στη γλώσσα της αργκό) μένω χωρίς δουλειά και, κατ’ επέκταση, περνώ οικονομικές δυσκολίες: «μετά τις τελευταίες ιδιωτικοποιήσεις διάφορων κρατικών επιχειρήσεων, πολλοί έπεσαν στην τσιμεντόπλακα».